πλαγίοις

πλαγίοις
πλάγιον
placed sideways
neut dat pl
πλάγιος
placed sideways
masc/neut dat pl
πλάγιος
placed sideways
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλάγι — το / πλάγιον, Ν ΜΑ, και πλάι Ν το πλευρικό μέρος τού ανθρώπινου σώματος ή ενός αντικειμένου, το πλευρό, η πλευρά (α. «το πλάγι τού καραβιού» β. «ῥέων δὲ διὰ πάσης τῆς Εὐρώπης ἐς τὰ πλάγια τῆς Σκυθικής ἐσβάλλει», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. στον πληθ. τα… …   Dictionary of Greek

  • ψιλίοις — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλαγίοις, ὑπτίοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ψίλιον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”